.........
Στα χρόνια της άγριας εφηβείας ερχόμασταν µε φίλους στο παραϊλίσσιο καταφύγιο. Άλλοτε μεσημέρια, άλλοτε αργά το βράδυ, μετά τις συγκλονιστικές παραστάσεις στο Ηρώδειο, και περνούσαμε ώρες συζητώντας στα πόδια του Αρδηττού. [Κρατώ τα δύο σύμφωνα, τιμώ τα προελληνικά τοπωνύμια της πατρίδας μου, οι απλοποιήσεις θα µας ισοπεδώσουν. Κηφισσός, Ιλισσός, Λυκαβηττός, Αρδηττός (όπως και Άµφισσα, Λάρισσα): το κομπιούτερ σημαδεύει τα περισσότερα µε κόκκινο, εγώ απτόητη υπερασπίζομαι την προϊστορική μνήμη των τόπων και των καθημερινών λέξεων, για να µη βρεθώ, ανέστια και πένης, να ζητιανεύω στους 57 Δρόμους γωνία µε την 5η Λεωφόρο. Τηρώ και την αθηναϊκή ονομασία του ερειπωμένου ναού του Διός, γιατί ο παππούς µου επέμενε ότι οι γκάγκαροι Αθηναίοι έλεγαν πάντα οι «Στήλες», ποτέ οι «Στύλοι». Στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, λοιπόν, µου έλεγε ότι γίνονταν τα Κούλουμα την Καθαρή Δευτέρα (ο παππούλης µου μετείχε στον πετροπόλεμο ανάμεσα στις παιδικές φατρίες), κι ακόµα έλεγε ότι τον καιρό της Τουρκοκρατίας, μέσα στα ερείπια είχαν φτιάξει οι Αιθίοπες σκλάβοι το δικό τους τζαμί, διότι οι Τούρκοι της οθωμανικής Αθήνας δεν τους καταδέχονταν.]
Η βόλτα από το σπίτι µου μέχρι τις Στήλες είναι ένας περίπατος σε µία αλλοτινή όαση, που θεοί και δαίμονες βάλθηκαν να τη μετατρέψουν σε έρημο. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι κάθε μέρα και πιο ορατή, μολονότι κανείς δεν τη βλέπει. Οι αρχαιότητες πίσω από κάγκελα κατάντησαν αξιοθέατες κι επισκέψιμες αποκλειστικά για τουρίστες. Εμείς αποκομμένοι από τα λιθάρια του παρελθόντος. Μόνον στα σχολικά βιβλία διαβάζουμε την περιβόητη συνέχεια.
Οι άπονοι άρχοντες του Υπουργείου Πολιτισμού έκαναν και περίφραξη του χώρου πίσω από τον ναό του Διός, κι έτσι στερήθηκαν οι περίοικοι μια κατάφυτη αλάνα χαρά Θεού. Μέχρι να γίνει η περίφραξη, έβλεπα νεαρές μητέρες µε μωρά σε καροτσάκια, οικογένειες να λιάζονται τις χειμωνιάτικες Κυριακές, ηλικιωμένες γυναίκες να μαζεύουν σαλιγκάρια μετά τη βροχή. Έπιασα κουβέντα µε µία Κρητικιά, μέτοικο σε πολυκατοικία του Μετς. Ήρθε για να φυλάει τα εγγόνια, μαθητούδια του Δημοτικού, οι γονείς γυρνούν αργά από τη δουλειά τους, ποιος να τα κοιτάξει, τους μαγείρευε κιόλας - αλλά «δεν τρώνε τους κοχλιούς, να σε χαρώ· τους κάμω μπουμπουριστούς, µα δεν τους θέλουνε». Έχασε κι αυτή η ξένη τη διασκέδαση που της προσέφερε έως προχθές η αλάνα µε τις σκόρπιες αρχαιότητες. Κλείνει από παντού η πρωτεύουσα και µας αφήνει απέξω.
Ποιος θα προστατεύσει τους δημόσιους χώρους από τα αναπτυξιακά σχέδια του Δημοσίου, τις εμπνεύσεις των δημάρχων και τις αυθαιρεσίες των επιχειρηματιών, των αθλητικών συλλόγων και λοιπών παραγόντων του τόπου; Παντού πλέγματα και αβραμοπούλεια καγκελάκια, σκουπίδια, μπάζα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Βιαστικοί κι αμήχανοι τουρίστες, πολλά σταθμευμένα πούλμαν, ελάχιστοι οι απόκληροι που κοιμούνται ανάμεσα στους θάμνους και στα αρχαία κλέη. Μόνον η Αγία Φωτεινή διατήρησε κάτι από το παραϊλίσσιο ύφος της περιοχής. Ένα όμορφο εκκλησάκι στις παρυφές της Αθήνας, χωμένο μέσα σε καλαμιές και υπολείμματα υδροχαρούς βλάστησης. Είκοσι βήματα παρακάτω, στέκει ακόµα η γέφυρα του 2ου µ.Χ. αιώνα. Όλη η κίνηση της εισόδου-εξόδου των Αθηνών περνάει από πάνω. Άξια τα έργα σου, Αδριανέ!
Ο μέγας αυτός «φιλαθήναιος» αυτοκράτωρ είχε επενδύσει µε μάρμαρο το Παναθηναϊκό Στάδιο της ρωμαϊκής πόλεως και είχε χτίσει μίαν ακόµα γέφυρα στον Ιλισσό, μπροστά στο Στάδιο, για να διευκολύνει το πέρασμα των θεατών. Σωζόταν η γέφυρα έως τα τέλη της Τουρκοκρατίας. Την αποτύπωσε σε µία χαλκογραφία ο Stuart, ο οποίος ζωγράφισε στο πλάι και την αρβανίτικη µάντρα µε τους ξωτάρηδες και το κοπάδι τους. Από εκεί αρχίζει το Βατραχονήσι.
...........
Η μόδα της πλακόστρωσης πλατειών -εν είδει φαλάκρας- ενέσκηψε την εποχή της Δικτατορίας. Ωστόσο, οι συνταγματάρχες έμειναν επτά έτη και κάτι, ενώ η αισθητική τους θα μας κυνηγάει στον αιώνα τον άπαντα. Όλη η Ελλάδα πλακοστρώθηκε, κόπηκαν πλατάνια, χάθηκαν τα σκιασμένα σημεία συνάντησης, οι γέροντες περιορίστηκαν στα καφενεία, οι μαμάδες έστρωσαν τα μωρά τους μπροστά στην τηλεόραση, μόλις επεκτάθηκε το εθνικό δίκτυο. Αστράφτουν οι άδειες πλατείες. Ούτε να τις διασχίσεις δεν αντέχεις. Ο ήλιος τιμωρεί τις επιλογές μας κι εντείνει το αίσθημα της κοινωνικής ερημιάς. Μαντρωμένοι στα διαμερίσματα θα περάσουμε το υπόλοιπο του χρόνου που μας απομένει.
Γυρνώντας στα παλαιά λημέρια, εξοικειώθηκα με το μικροκλίμα της γειτονιάς. Αν και αλλοιωμένο, εξακολουθεί να ανανεώνεται από το ευχάριστο αεράκι που κατεβαίνει από τα βόρεια της Αττικής και, ακολουθώντας το φυσικό άνοιγμα του Ιλισσού, δροσίζει το ανυποψίαστο Παγκράτι. Δεν το ανακόπτουν ούτε τα τέρατα τα χτισμένα στην κοίτη του, ούτε ο θρασύτατος όγκος του ακαλαίσθητου Αγίου Σπυρίδωνα, με τις σκάλες του ρωμαϊκού θριάμβου η έπαρση των ποιμένων στον κολοφώνα της. Χαράματα Κυριακής, όλο το Βατραχονήσι (και το κάτω Παγκράτι) ξυπνάει με ηλεκτρονικές καμπανοκρουσίες. Αυτές ειδοποιούν την πολυπληθή φιλιππινέζικη κοινότητα ότι είναι ώρα να φορέσει τα γιορτινά της και να πάρει το τρόλεϊ, για να πάει να εκκλησιαστεί στον Άγιο Διονύσιο, τον καθεδρικό ναό των Καθολικών της Αθήνας. Η θέα της Ακρόπολης και το ιλίσσιο αεράκι με αναζωογονούν. Χάθηκε όμως για πάντα εκείνο το «αεγάκι του επιτάφιου», που μας γλύκαινε την ψυχούλα με τη φωνή του Χατζιδάκι. Γερνούμε ανέστιοι στη γενέθλια πόλη.
.........
Στα χρόνια της άγριας εφηβείας ερχόμασταν µε φίλους στο παραϊλίσσιο καταφύγιο. Άλλοτε μεσημέρια, άλλοτε αργά το βράδυ, μετά τις συγκλονιστικές παραστάσεις στο Ηρώδειο, και περνούσαμε ώρες συζητώντας στα πόδια του Αρδηττού. [Κρατώ τα δύο σύμφωνα, τιμώ τα προελληνικά τοπωνύμια της πατρίδας μου, οι απλοποιήσεις θα µας ισοπεδώσουν. Κηφισσός, Ιλισσός, Λυκαβηττός, Αρδηττός (όπως και Άµφισσα, Λάρισσα): το κομπιούτερ σημαδεύει τα περισσότερα µε κόκκινο, εγώ απτόητη υπερασπίζομαι την προϊστορική μνήμη των τόπων και των καθημερινών λέξεων, για να µη βρεθώ, ανέστια και πένης, να ζητιανεύω στους 57 Δρόμους γωνία µε την 5η Λεωφόρο. Τηρώ και την αθηναϊκή ονομασία του ερειπωμένου ναού του Διός, γιατί ο παππούς µου επέμενε ότι οι γκάγκαροι Αθηναίοι έλεγαν πάντα οι «Στήλες», ποτέ οι «Στύλοι». Στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, λοιπόν, µου έλεγε ότι γίνονταν τα Κούλουμα την Καθαρή Δευτέρα (ο παππούλης µου μετείχε στον πετροπόλεμο ανάμεσα στις παιδικές φατρίες), κι ακόµα έλεγε ότι τον καιρό της Τουρκοκρατίας, μέσα στα ερείπια είχαν φτιάξει οι Αιθίοπες σκλάβοι το δικό τους τζαμί, διότι οι Τούρκοι της οθωμανικής Αθήνας δεν τους καταδέχονταν.]
Η βόλτα από το σπίτι µου μέχρι τις Στήλες είναι ένας περίπατος σε µία αλλοτινή όαση, που θεοί και δαίμονες βάλθηκαν να τη μετατρέψουν σε έρημο. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι κάθε μέρα και πιο ορατή, μολονότι κανείς δεν τη βλέπει. Οι αρχαιότητες πίσω από κάγκελα κατάντησαν αξιοθέατες κι επισκέψιμες αποκλειστικά για τουρίστες. Εμείς αποκομμένοι από τα λιθάρια του παρελθόντος. Μόνον στα σχολικά βιβλία διαβάζουμε την περιβόητη συνέχεια.
Οι άπονοι άρχοντες του Υπουργείου Πολιτισμού έκαναν και περίφραξη του χώρου πίσω από τον ναό του Διός, κι έτσι στερήθηκαν οι περίοικοι μια κατάφυτη αλάνα χαρά Θεού. Μέχρι να γίνει η περίφραξη, έβλεπα νεαρές μητέρες µε μωρά σε καροτσάκια, οικογένειες να λιάζονται τις χειμωνιάτικες Κυριακές, ηλικιωμένες γυναίκες να μαζεύουν σαλιγκάρια μετά τη βροχή. Έπιασα κουβέντα µε µία Κρητικιά, μέτοικο σε πολυκατοικία του Μετς. Ήρθε για να φυλάει τα εγγόνια, μαθητούδια του Δημοτικού, οι γονείς γυρνούν αργά από τη δουλειά τους, ποιος να τα κοιτάξει, τους μαγείρευε κιόλας - αλλά «δεν τρώνε τους κοχλιούς, να σε χαρώ· τους κάμω μπουμπουριστούς, µα δεν τους θέλουνε». Έχασε κι αυτή η ξένη τη διασκέδαση που της προσέφερε έως προχθές η αλάνα µε τις σκόρπιες αρχαιότητες. Κλείνει από παντού η πρωτεύουσα και µας αφήνει απέξω.
Ποιος θα προστατεύσει τους δημόσιους χώρους από τα αναπτυξιακά σχέδια του Δημοσίου, τις εμπνεύσεις των δημάρχων και τις αυθαιρεσίες των επιχειρηματιών, των αθλητικών συλλόγων και λοιπών παραγόντων του τόπου; Παντού πλέγματα και αβραμοπούλεια καγκελάκια, σκουπίδια, μπάζα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Βιαστικοί κι αμήχανοι τουρίστες, πολλά σταθμευμένα πούλμαν, ελάχιστοι οι απόκληροι που κοιμούνται ανάμεσα στους θάμνους και στα αρχαία κλέη. Μόνον η Αγία Φωτεινή διατήρησε κάτι από το παραϊλίσσιο ύφος της περιοχής. Ένα όμορφο εκκλησάκι στις παρυφές της Αθήνας, χωμένο μέσα σε καλαμιές και υπολείμματα υδροχαρούς βλάστησης. Είκοσι βήματα παρακάτω, στέκει ακόµα η γέφυρα του 2ου µ.Χ. αιώνα. Όλη η κίνηση της εισόδου-εξόδου των Αθηνών περνάει από πάνω. Άξια τα έργα σου, Αδριανέ!
Ο μέγας αυτός «φιλαθήναιος» αυτοκράτωρ είχε επενδύσει µε μάρμαρο το Παναθηναϊκό Στάδιο της ρωμαϊκής πόλεως και είχε χτίσει μίαν ακόµα γέφυρα στον Ιλισσό, μπροστά στο Στάδιο, για να διευκολύνει το πέρασμα των θεατών. Σωζόταν η γέφυρα έως τα τέλη της Τουρκοκρατίας. Την αποτύπωσε σε µία χαλκογραφία ο Stuart, ο οποίος ζωγράφισε στο πλάι και την αρβανίτικη µάντρα µε τους ξωτάρηδες και το κοπάδι τους. Από εκεί αρχίζει το Βατραχονήσι.
...........
Η μόδα της πλακόστρωσης πλατειών -εν είδει φαλάκρας- ενέσκηψε την εποχή της Δικτατορίας. Ωστόσο, οι συνταγματάρχες έμειναν επτά έτη και κάτι, ενώ η αισθητική τους θα μας κυνηγάει στον αιώνα τον άπαντα. Όλη η Ελλάδα πλακοστρώθηκε, κόπηκαν πλατάνια, χάθηκαν τα σκιασμένα σημεία συνάντησης, οι γέροντες περιορίστηκαν στα καφενεία, οι μαμάδες έστρωσαν τα μωρά τους μπροστά στην τηλεόραση, μόλις επεκτάθηκε το εθνικό δίκτυο. Αστράφτουν οι άδειες πλατείες. Ούτε να τις διασχίσεις δεν αντέχεις. Ο ήλιος τιμωρεί τις επιλογές μας κι εντείνει το αίσθημα της κοινωνικής ερημιάς. Μαντρωμένοι στα διαμερίσματα θα περάσουμε το υπόλοιπο του χρόνου που μας απομένει.
Γυρνώντας στα παλαιά λημέρια, εξοικειώθηκα με το μικροκλίμα της γειτονιάς. Αν και αλλοιωμένο, εξακολουθεί να ανανεώνεται από το ευχάριστο αεράκι που κατεβαίνει από τα βόρεια της Αττικής και, ακολουθώντας το φυσικό άνοιγμα του Ιλισσού, δροσίζει το ανυποψίαστο Παγκράτι. Δεν το ανακόπτουν ούτε τα τέρατα τα χτισμένα στην κοίτη του, ούτε ο θρασύτατος όγκος του ακαλαίσθητου Αγίου Σπυρίδωνα, με τις σκάλες του ρωμαϊκού θριάμβου η έπαρση των ποιμένων στον κολοφώνα της. Χαράματα Κυριακής, όλο το Βατραχονήσι (και το κάτω Παγκράτι) ξυπνάει με ηλεκτρονικές καμπανοκρουσίες. Αυτές ειδοποιούν την πολυπληθή φιλιππινέζικη κοινότητα ότι είναι ώρα να φορέσει τα γιορτινά της και να πάρει το τρόλεϊ, για να πάει να εκκλησιαστεί στον Άγιο Διονύσιο, τον καθεδρικό ναό των Καθολικών της Αθήνας. Η θέα της Ακρόπολης και το ιλίσσιο αεράκι με αναζωογονούν. Χάθηκε όμως για πάντα εκείνο το «αεγάκι του επιτάφιου», που μας γλύκαινε την ψυχούλα με τη φωνή του Χατζιδάκι. Γερνούμε ανέστιοι στη γενέθλια πόλη.
.........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου